2014-04-25

Roinnt dánta le Gabriel

Yiorgos Chouliaras a chuir Gréigis orthu

 Γκάμπριελ Ρόζενστοκ
 Απόδοση: Γιώργος Χουλιάρας

Στον σύζυγό μου που μοχθεί στο Μέγα Τείχος

Χαιρετισμούς στέλνω, Άρχοντα της ψυχής μου και Κύριε της καρδιάς μου.
Επτά ατελείωτοι μήνες τώρα αφότου είδα τα ευγενικά χαρακτηριστικά σου
Και από τότε κάθε άστρο στο στερέωμα έχει σκοτεινιάσει
Η σελήνη η ίδια κρύβει από εμάς το πρόσωπό της!
Ο άνεμος μεταφέρει ειδήσεις φρίκης από τον βορρά –
Ότι το ρύζι σας σπανίζει κι ακόμη περισσότερο το κεχρί
Ότι η παγωνιά πάνω σας κολλά σαν λάσπη
Ότι ο αέρας μαύρισε από τα κοράκια
Ότι τα βέλη των Βαρβάρων βροχή πέφτουν πάνω σας
Ότι το Μέγα Τείχος σαν δράκος γλιστρά
Πάνω από βουνό και έρημο.

Πρόσφατα και άλλοι άντρες από την περιοχή μας
Έχουν επιστρατευθεί. Δεν θα αναφέρω ονόματα.
Λόγιοι και ποιητές. Στην πυρά έκαψαν τα χειρόγραφά τους.
Τους έδεσαν όλους μαζί με σκοινιά
Και, πετροπρόσωποι, αμίλητοι, ξεκίνησαν για τον βορρά.
Δυό μήνες μπροστά τους να περπατούν ξυπόλυτοι ... και γιατί;
Ένα τείχος να μας προστατεύσει από τον Παγωμένο Βορρά.
Είναι αλήθεια όσα λένε για τις φυλές των νομάδων;
Την κατάρα μου να έχουν!
Ότι τρώνε τα δικά τους παιδιά
Σε εποχές λιμού;
Ότι στις παλάμες τους φυτρώνει κόκκινη γούνα;
Αν μόνο έλαμπε απόψε η σελήνη
Κι εσύ – της καρδιάς μου αναλαμπή – την έβλεπες ...
Πραγματικά νομίζουν ότι αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ;
Κόντρα στον άνεμο, κόντρα στη βροχή,
Κόντρα στην παγωνιά, κόντρα στους Βαρβάρους;

Στην ύπαιθρο εδώ βασιλεύει ο τρόμος.
Μόλις τις προάλλες
γεννήθηκε ένα δικέφαλο πουλάρι!

Ο άνεμος υπαινίσσεται προδοσία διαμέσου των πεύκων.
Μια πεσκανδρίτσα πετάχτηκε από τον Κίτρινο Ποταμό

Στάθηκε στην όχθη και διακήρυξε σε παράξενη γλώσσα:
«Στον βορρά, τα κόκκαλα της νύχτας
Λάμπουν στο Αργυρό Ποτάμι του Γαλαξία».

Αφότου έφυγες, ένας έρημος τοίχος κύκλωσε την καρδιά μου.
Γύρισε και γκρέμισέ τον, άρχοντα της ψυχής μου. Αλλά σύντομα.
.

ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ

Είμαι ο Ονούφριος
η φωνή
η σιωπή της ερήμου
τα μόνα ρούχα μου
οι τρίχες στο σώμα.

Ήμουν κάποτε μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς
έπειτα ο Θεός μου έδωσε γένια
όπου φυσά η αύρα του Παραδείσου

Είμαι ο Ονούφριος
τα γλυκά λόγια του Θεού με συντηρούν
και σβήνουν τη δίψα μου.


Μια κοιλάδα στο Μεξικό

Μια κοιλάδα στο Μεξικό,
μακριά από την πραγματικότητα.
Η σημαντικότερη μέρα του χρόνου
μια ιπποδρομία που με άλλη δεν μοιάζει.

Χωρίς σημείο εκκίνησης, χωρίς γραμμή τερματισμού.

Άντρες πάνω σε άλογα τριγυρίζουν στο χωριό
σε ρυθμό αβίαστο.
Με μανία; Ποτέ,
ονειρικά, ατάραχα,
πηγαίνουν γύρω γύρω
όλη μέρα.
Γυναίκες σηκώνουν το κεφάλι τους από το κέντημα
ή όχι.

Κανείς δεν κερδίζει, κανείς δεν χάνει.
 .
Καβαλάρηδες που επικεντρώνονται μόνο
στον καλπασμό, τον ρυθμό,
το κλιπ-κλοπ των οπλών,
περιστασιακό χρεμετισμό, χλιμίντρισμα, φύσημα.

Κανένα συμπέρασμα.
Ο αγώνας σβήνει με τη δύση του ήλιου.
Αστέρες σε έναν αγώνα ανάδειξης.

Πριν πολύ καιρό.
Τώρα βλέπουν τηλεόραση. Όλα στα ισπανικά.




Γυναίκα για την ανακούφιση των στρατιωτών:
Ένας βετεράνος θυμάται

Ήταν σαφές πως είχε χάσει το μυαλό της
όπως εγώ είχα χάσει την ψυχή μου

Ένα πρωί
ο ήλιος κοκκίνισε πάνω από βρυχώμενο λαβύρινθο δέντρων.
Πώς να ξεχωρίσεις το αίμα από την πρωινή δροσιά;
Έσχισα όλα μου τα χαϊκού

Για χρόνια αργότερα
το στόμα μου στράβωνε
η γυναίκα μου είπε, Έπαθες εγκεφαλικό!
όχι, είπαν τα μάτια μου, το λευκό μέσα τους πηγμένο

Οι παλιές απολαύσεις δεν προσφέρουν τίποτε.
Καλλιγραφία; Το πινέλο δεν είναι ζεστό στο χέρι μου
Κηπουρική;
Περισσότερος θάνατος
από ζωή στο χώμα.
Η έξοχη πομπή των εποχών;
Σκηνογραφία που καταρρέει!

Μετά τον πόλεμο
σκοτώθηκε πηδώντας από ψηλά
βγάζοντας τον σφυριχτό κλαυθμό ενός αετού

η εικόνα σβήνει ...
πρόκειται για ταινία: την είδα σε ιστορικό κανάλι
περίπου έξι δευτερόλεπτα

ήσουν εσύ;

Τα γράφω αυτά
ώστε τα παιδιά και τα εγγόνια μου και τα παιδιά τους
να γνωρίζουν τη λύπη μου

Ένα φύλλο μόλις προσγειώθηκε στη βεράντα
Το σηκώνω, νιώθω τις φλέβες του
και σχεδόν πνίγομαι: ο χρόνος περνά, μια ανοιχτή πληγή.

Πήγα για να πεθάνω για τον Αυτοκράτορα
και έζησα. Με κατατρώει η ντροπή ...
γυναίκα για την ανακούφιση των στρατιωτών,
ποιο ήταν το όνομά σου



Ο τελευταίος ταχυδρόμος
(για τον Vishnu Khare)

Ο ταχυδρόμος περνά πάνω στο ποδήλατό του
κατεβασμένο κεφάλι, ξεφυσώντας
λες και κουβαλά το βάρος όλου του κόσμου:
λογαριασμούς, ειδοποιήσεις έξωσης, κλητεύσεις
την απελπισμένη ασυνάρτητη ποίηση του ανεκπλήρωτου έρωτα
τη λιτανεία ενός μετανάστη από μακρινές ακτές.
Σύννεφα βροχής έρχονται κλεφτά από τη δύση βαριά όπως το φορτίο του
επιστολών που εκφράζουν συμπάθεια, διαφημιστικής αλληλογραφίας
τελικών προειδοποιήσεων από την τράπεζα, την εφορία, την ηλεκτρική εταιρεία
δακρύβρεκτα φυλλάδια φιλανθρώπων, αγόρια με μύγες στα πρόσωπά τους
ένα προσωπικό σημείωμα από τον τοπικό πολιτικό, Αγαπητέ Κύριε ή Κυρία
κάρτες που ξύνεις να κερδίσεις, όλα αυτά πρέπει να κουβαλά
και τη γνώση ότι πλησιάζει το τέλος της εποχής των επιστολών.

Και θα τολμήσει άραγε να βγει νωρίς κάποιο πρωί, με τον σάκο του άδειο;
Ο τελευταίος ταχυδρόμος.


Ένα ποίημα στα ιρλανδικά με μετάφραση στα αγγλικά




ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ Ο’ΚόΝΕΛ

Είχαν μαζευτεί στην προκυμαία Ήντεν
Να δουν τα ψάρια κάτω από τη γέφυρα.
Κάποιος μικρόσωμος με γκρι τραγιάσκα πέρασε.
«Μπαρμπούνι!» είπε,
«Καλός καιρός για έξι βδομάδες.»

Και έτσι ήταν.
Ο ήλιος βγήκε.
Το ίδιο φως φώτιζε
Τον Καθεδρικό της Εκκλησίας του Χριστού
Το Κολέγιο Τρίνιτι
Την Τράπεζα της Ιρλανδίας
Ένα μικρομάγαζο που αμπάρωσαν με σανίδες
Όπου έκοβαν κλειδιά κάποτε
Και ακόνιζαν μαχαίρια.

Έψαχνε για ό,τι είχε απομείνει
Από τους Βίκινγκ και τους Κέλτες
Φώτιζε σχολεία
Νοσοκομεία, ταβέρνες και φυλακές,
Πάρκα και σπίτια και τον Ζωολογικό Κήπο:
Με μαϊμούδες να το υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες.

Ο ήλιος εξακτινώθηκε σε πλακόστρωτους δρόμους
Και σοκάκια
Στα καλοκαιρινά φορέματα νέων γυναικών
Δίπλα στον ποταμό Λίφι
Και στα ψάρια –
Που μετά βίας εκινούντο –
Μπαρμπούνι: είχαν δει το μέλλον.