go maidin eile, i dtír eile, i bhfad uaim,
áit a lasaim toitín agus séideann tú ar do chaife.
Éiríonn gal is deatach ar an aer.
Eitlíonn péire féileacán
dearg tharainn.
Monarchs, a deir tú. Cromann tú chugam
le míniú go n-eitlíonn siad trí mhíle míle
chuig crainn ghiúise Mheicsiceo.
Smaoiním ar phobal na nAstacach
a d'fhéach ar fhéileacáin mar anamacha
ar foluain trí spéartha ciúine – naimhde marbha,
nó mná a bhásaigh is iad ag saolú linbh – cneácha
tiontaithe ina sciatháin dhearga. Níl a fhios agam
céard ba chóir dom a rá. Nuair a osclaím mo bhéal,
eitlíonn mo theanga uaim ar an ngaoth.
Doireann Ní Ghríofa
First Tryst, Azul Street
In the kitchen, the aroma of coffee brings me back
to another morning, a distant clime,
where I light a cigarette and you blow on your coffee.
Smoke and steam drifting in the air.
A pair of red butterflies
fly past.
Monarchs, you say. Bending over towards me
you explain how they travel three thousand miles
to pine trees in Mexico.
I think of Aztecs
who saw butterflies as souls
afloat in quiet skies – their dead enemies,
or women who perished in childbirth – their wounds
are red wings now. I don’t know
what to say. When my mouth opens
my tongue flies away on the wind.
English: Gabriel Rosenstock
Πρώτο ραντεβού, οδός Αζούλ
Στην κουζίνα, το άρωμα του καφέ
με φέρνει πίσω
σε ένα άλλο πρωινό, ένα μακρινό κλίμα,
όπου εγώ ανάβω ένα τσιγάρο και εσύ φυσάς
τον καφέ σου.
Καπνός και άχνα σκορπίζονται στον αέρα.
Ένα ζευγάρι κόκκινες πεταλούδες
περνά.
Μονάρχες, λες. Σκύβοντας
προς το μέρος μου
εξηγείς πώς ταξιδεύουν τρεις
χιλιάδες μίλια
στα πεύκα του Μεξικού.
Σκέφτομαι τους Αζτέκους
που είδαν τις πεταλούδες ως ψυχές
να πλέουν σε μακάριους ουρανούς-- οι νεκροί τους
εχθροί,
ή γυναίκες που χάθηκαν στη γέννα--
οι πληγές τους
είναι κόκκινα φτερά τώρα. Δεν ξέρω
τι να πω. Όταν ανοίγω το στόμα μου
η γλώσσα μου στον άνεμο μακριά πετά.